Εκεί οι υποσχέσεις γίνονται προσευχές
σαν συντροφιά ξαπλώνουν δίπλα σου το βράδι
εκεί οι αγάπες ξεδιψούν μ’ αγκαλιές
μύρο σκορπάν και φως στο σκοτάδι
Εκεί κρυμμένο ένα τάμα κρατώ
που είναι φτιαγμένο με νερό και φωτιά
εκεί τους χειμώνες περνώ φυλαχτό
εκεί οι αγγέλοι φυλούν τη νυχτιά
Εκεί που στέκουνε περήφανα πλατάνια
που η φυλλωσιά τους με προσέχει απ’ τ’ αγιάζι
εκεί τα λόγια δεν ζητούν καμιά μετάνοια
εκεί τα μάτια κλείνω σαν χαράζει
Μία γέννα χρυσωμένη συνέχεια χρεώνει
και ο χαμός σαν Χάρος ολοένα ζυγώνει
σαν Θεός καμωμένος με αίμα στα χέρια
κουβαλά τα στερνά, το χιονιά, τη μιζέρια
εδώ τα λόγια ξένων, με δικάζουν ακόμα
στα χρόνια μου ρίχνουν, στάχτη και χώμα
το μέλλον μοιάζει σκοτεινό και ευνούχο
και σαν πόρνη γαμούν τον κάθε δικαιούχο
στα στήθη μου βαθιά, το σκοτάδι με ζώνει
και στη πλάτη οι μαστιγιές κι ας κρατώ το τιμόνι
τη στερνή γουλιά ρουφήξαν απ’ τα πάθη μας
το ξέχειλο ποτήρι με τα λάθη μας
εδώ τη μιλιά μας, με φόβο έχουν πνίξει
τον Καιάδα για δρόμο μας έχουνε δείξει
κι η ελπίδα του κόσμου το ανέσπερο άστρο
τρεμοσβήνει μπροστά στο απόρθητο κάστρο